- άναφτος
- -η, -οαυτός που δεν είναι αναμμένος: Ξέχασε το καντήλι άναφτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναφτός — ή, ό (Μ ἀναφτός, ή, όν) ο αναμμένος … Dictionary of Greek
άναφτος — η, ο αυτός που δεν είναι αναμμένος … Dictionary of Greek
αναφτός — ή, ό ο αναμμένος: Η λάμπα ήταν ακόμη αναφτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άναπτος — (I) και άναφτος, η, ο (Α ἄναπτος, ον) ο μη αναμμένος, ανάναφτος. (II) ἄναπτος, ον (Α) [ἅπτομαι] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ανέγγιχτος, άπιαστος … Dictionary of Greek
αναπτός — και αναφτός, ή, ό (Μ ἀναπτος, όν) αναμμένος μσν. προσαρμοσμένος, σφιχτός … Dictionary of Greek